- επικυλιω...
- ἐπικυλίω...ἐπικυλινδέω, ἐπικῠλίω1) скатывать, наваливать
(πέτρους ἐπί τινα Xen. и πέτρας τινί Polyb.)
; pass. скатываться(τὸ σιτίον εἰς τὸν στόμαχον ἐπικυλινδεῖται Plut.)
2) нагромождать(τόκοι τόκοις ἐπικυλισθέντες Plut.; ἐπικυλινδείσθω καὴ ὅ Παρνασός, sc. τῇ Οἴτῃ Luc.)
3) катиться(κύματα ἐπικυλινδοῦντα Luc.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.